Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τα καράβια μου καίω


Όσοι με ξέρουν καλά, γνωρίζουν πως το ταξίδι με το καράβι το αντιπαθώ τα μέγιστα. Είναι πάντα η έσχατη λύση για μένα. Πατάω το πόδι μου σε πλοίο μόνο όταν δεν υπάρχει άλλη επιλογή...ακριβώς όπως έγινε και αυτή τη φορά δηλαδή.
Αφού άφησα τα πράγματά μου στην καμπίνα -ναι πως αλλιώς χωρίς καμπίνα;- αποφάσισα να κάνω μια βόλτα στο κατάστρωμα και να χαζέψω λίγο όσο απομακρυνόμασταν από το λιμάνι. Στο χέρι μου φυσικά κρατούσα ένα πλαστικό ποτηράκι με αυτό το ημίρρευστο μείγμα νερού, καφέ και ζάχαρης που αποκαλούμε “καραβίσιο” καφέ. Κάθισα σε ένα από τα παγκάκια με την καλύτερη των διαθέσεων... θα προσπαθούσα έστω, να μη σκεφτώ πως θα περνούσα τις επόμενες 12 ώρες εκεί μέσα. Δίπλα μου καθόταν μια μαμά με δύο παιδάκια, τα οποία -συμπαθέστατα δεν λέω- είχαν ήδη αρχίσει να ρωτάνε επίμονα πότε θα φτάσουμε. Τότε συνειδητοποίησα πως αν στο δικό μου μυαλό όλες αυτές οι ώρες φάνταζαν ατέλειωτες για το παιδικό μυαλό πρέπει να είναι απλά ασύλληπτες!
Ύστερα από πολύ χάζεμα, λίγες βόλτες, μερικά τηλεφωνήματα και αφού είχα “φάει” μόνο 3 ώρες από τις 12 πήρα την απόφαση να κατευθυνθώ στην καμπίνα μου. Ξάπλωσα στο κρεβάτι, όχι γιατί νύσταζα, πιο πολύ κουρασμένη αισθανόμουν και έμεινα λίγο να κοιτάζω το ταβάνι...κάπου εκεί πρέπει να με πήρε και ο ύπνος...πάντως όταν άνοιξα τα μάτια μου είχαν περάσει μόλις 8 λεπτά από την ώρα που είχα κοιτάξει το ρολόι μου τελευταία φορά...και όταν έγινε αυτό ήμουν ακόμα στο κατάστρωμα. “Γαμώ την καταδίκη μου” σκέφτηκα και ξανά έκλεισα τα μάτια μου. 
Μεταξύ παράξενων ονείρων, καντηλιών, μηνυμάτων στο κινητό και κάποιων σκόρπιων λεπτών κανονικού ύπνου -κατά την διάρκεια των οποίων δεν κοίταξα καθόλου την ώρα- είδα πως είχε περάσει ακόμα ένα δύωρο. Η επόμενη μία ώρα ήταν ίσως η πιο βαρετή της ζωής μου -χμμμ μπορεί και όχι, μάλλον υπερβάλω-...το μόνο που έκανα ήταν να προσέχω την αλλαγή των λεπτών στην οθόνη του κινητού μου. Λίγο πριν αρχίσω να κοπανάω το κεφάλι μου στον τοίχο αποφάσισα να ξαναβγώ από το δωμάτιο, να πάρω σβάρνα τους διαδρόμους και τα καταστρώματα μπας και καθαρίσει λίγο το μυαλό μου.
Ίδιοι άνθρωποι στις ακριβώς ίδιες θέσεις, λες και κάποιος τους είχε απαγορεύσει να φύγουν από εκεί μέχρι το πέρας του ταξιδιού. Συνάντησα και τα παιδάκια τα οποία εξακολουθούσαν να ρωτάνε πότε θα φτάσουμε, μόνο που αυτή τη φορά είχαν εμπλουτίσει το "γκάλοπ"... “Μαμά είναι μέρα ή νύχτα;”.
Εκείνη τη στιγμή πέρασε από το μυαλό μου να πέσω στην θάλασσα, δεν θα το αρνηθώ, όμως σκέφτηκα πως είχαν μείνει μόνο 4 ώρες ακόμα οπότε κουτσά στραβά κάπως θα περνούσαν... Ξαναγύρισα στην καμπίνα. Το αμέσως επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι την ανακοίνωση από το μεγάφωνο που έλεγε πως σε λίγη ώρα φτάνουμε. Ναι! Ή που είχα κοιμηθεί 3 ολόκληρες ώρες χωρίς να το καταλάβω ή που με απήγαγαν οι εξωγήινοι και μετά με γύρισαν στην καμπίνα μου -μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Όταν πάτησα στο λιμάνι παραλίγο να σκύψω να φιλήσω το έδαφος...όταν ξαφνικά πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη πως αυτό το ταξίδι πρέπει να το ξανακάνω...σύντομα. Φτου!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

A random summer dream

Μπορεί να έχει κρύο, μαυρίλα και τα σχετικά, εσύ όμως ξύπνησες και είχες στο κεφάλι σου το "Midnight summer dream" των Stranglers και αμέσως έκανες με το μυαλό σου άπειρους άχρηστους συνειρμούς... και στα καπάκια έφαγες και  μια φλασιά και θυμήθηκες αυτό: " O   Κλαουζεβιτς εγραψε πως   η μοριακη δομη ενός σταχυου, δεν μπορει να σου πει σχεδον τιποτα για ένα χωραφι, αν δεν εχεις βρεθει ποτε σε ένα χωραφι.Ενας ακομη αχρηστος συνειρμος στη μεση του καλοκαιριου, σ’αυτή την ερημικη παραλια, πνιγμενη στα σταχυα, μερα μεσημερι, Ιουλιο. Ένα τροχοσπιτο με γερμανικες πινακιδες περναει από μπροστα μου, η γυναικα στη θεση του συνοδηγου με κρεμασμενο το μπρατσο εξω από το παραθυρο και αρπαγμενο λιγο από τον ηλιο μου χαμογελαει με τον τυπικο τροπο-χαιρετισμο που συνηθιζουν οι ευρωπαιοι τουριστες όταν τρακαρει το βλεμμα τους ανθρωπο. Διπλα ο οδηγος μου δειχνει τον ανεβασμενο αντιχειρα «οκέι» και μετα το κεφαλι παλι μπροστα. Το τροχοσπιτο χανεται στη σκονη και τα ηχεια της καμπινας τ

2012

Φωτάκια, στολισμένες βιτρίνες, κόσμος, παιχνίδια, μελομακάρονα, δώρα, διακοπές, τραγούδια... σε συνδυασμό με μια απροσδιόριστη μυρωδιά. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!!! Ενθουσιασμός περασμένων χρόνων βέβαια.. Θέλεις γιατί μεγάλωσα και έγινα κι εγώ κυνική; Ίσως. Ίσως πάλι απλά να τα απομυθοποίησα όταν κατάλαβα πως δεν χρειάζεται να περιμένεις την 25η Δεκέμβρη για να σου προσφέρει χαρά, κάθε μέρα έχει τα δικά της καλά και πολλές, πολλές μικρές χαρές (ενδεχομένως και μεγάλες). Το 2011 φεύγοντας αποφάσισε να πάρει μαζί του κάποιον που σήμαινε τον κόσμο για μένα. Έτσι με την έναρξη αυτής της χρονιάς κατά κάποιο τρόπο ξεκίνησε και μια διαφορετική καινούργια ζωή. Ναι έτσι συμβαίνει συνήθως όταν χάνεις την γη κάτω από τα πόδια σου και πρέπει να αποφασίσεις πως ή θα μάθεις να αιωρείσαι ή θα βρεθείς στον πάτο του γκρεμού. Πόνος, ένταση, δάκρυα, δύσκολες αποφάσεις, ανακατατάξεις, μετακομίσεις, απόγνωση. Και εκεί που είπα πως όλο το 2012 θα πάει έτσι, η ιστορία και κυρίως η Μοίρα με διέψευσε. Εξελίχθηκε

Εμείς είχαμε φίλους...

Το παρακάτω κείμενο είχα να το διαβάσω πάρα πολύ καιρό. Σήμερα το βρήκα πάλι τυχαία μπροστά μου και θυμήθηκα πόσο δίκιο έχει και πως κάποια πράγματα αλλάζουν ραγδαία μέσα σε μερικά χρόνια... "H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε. Ήμαστε μια γενιά σε αναμονή: περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Έπρεπε να περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε. Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή. Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί. Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης». Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε ωτο-στοπ, καβαλάγαμε